υδροτροπισμός

υδροτροπισμός
ο, Ν
1. βιολ. μορφή χημειοτροπισμού κατά την οποία το νερό αποτελεί τον προσανατολιστικό παράγοντα και η οποία συνίσταται σε διαφοροποιημένη αύξηση ενός φυτικού οργάνου, που προκαλείται από την άνιση κατανομή τού εδαφικού νερού σε διάφορες κατευθύνσεις
2. χημ. φαινόμενο που συνίσταται στη διαλυτοποίηση στο νερό ορισμένων ουσιών, υπό συνήθεις συνθήκες ελάχιστα διαλυτών ή, πρακτικά, αδιάλυτων σε αυτό, αλλ. υδροτροπία
3. φρ. «θετικός υδροτροπισμός»
βοτ. ο τροπισμός που εμφανίζουν ορισμένα φυτικά όργανα, όπως λ.χ. οι ρίζες, τα οποία αναπτύσσονται προς τις πιο υγρές περιοχές τού εδάφους
β) «αρνητικός υδροτροπισμός»
βοτ. τροπισμός κατά τον οποίο ορισμένα όργανα αναπτύσσονται προς τις λιγότερο υγρές περιοχές τού εδάφους, όπως λ.χ. τα αναπαραγωγικά όργανα ορισμένων μυκήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrotropism (< υδρ[ο]-* + τρόπος + -ισμός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • υδροτροπία — η, Ν χημ. ο υδροτροπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. γαλλ. hydrotropie (< υδρ[ο] * + τρέπω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”